- ἀκύθηρος
- ἀκύθηρος, ον,([etym.] Κῠθήρη)A like ἀναφρόδιτος, without charms, Cic.Fam. 7.32.2;
τὸ ἀ Eun.VSp.457.14B.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τὸ ἀ Eun.VSp.457.14B.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ακύθηρος — ἀκύθηρος, ον (Α) ο αναφρόδιτος, αυτός που δεν έχει ερωτικά θέλγητρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + Κυθήρη, άλλη ονομασία τής Αφροδίτης] … Dictionary of Greek
ἀκύθηρον — ἀκύθηρος without charms masc/fem acc sg ἀκύθηρος without charms neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)